- συρροῆς
- συρροήconfluxfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
νταβαντούρι — και νταβατούρι και ταβατούρι, το 1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων 2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»] … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
ρευματώδης — ες / ῥευματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [ῥεῡμα, ατος] νεοελλ. (για πόνο) αυτός που μοιάζει με ρευματικό, χωρίς όμως να είναι ρευματικής φύσης μσν. εξογκωμένος λόγω συρροής υδάτων («ῥευματώδεις ποταμοί», Τζέτζ) αρχ. όμοιος με καταρροή … Dictionary of Greek
σχιίτες — Αναφέρονται και ως σιίτες. Οπαδοί μιας από τις δυο μεγάλες υποδιαιρέσεις του Ισλαμισμού: σουννισμό και σχιισμό. Η λέξη προέρχεται απ’ το αραβικό σι’α «μερίδα»: οι σ. είναι δηλαδή η «μερίδα του Αλή», που σχηματίστηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά … Dictionary of Greek
φρακάρισμα — το, Ν [φρακάρω] 1. αναγκαστική ακινητοποίηση, εμπλοκή («το φρακάρισμα τής πόρτας οφειλόταν στα χαλίκια που υπήρχαν στο δάπεδο») 2. προσωρινή διακοπή τής κυκλοφορίας, κυρίως τής οδικής, λόγω μεγάλης συρροής πλήθους ή οχημάτων («το φρακάρισμα τών… … Dictionary of Greek
φρακάρω — Ν (αμτβ.) 1. (για μηχάνημα, πόρτα, οδική κυκλοφορία) υφίσταμαι αναγκαστική ακινητοποίηση λόγω πρόσπτωσης σε εμπόδιο ή λόγω μεγάλης συρροής πλήθους 2. φρ. «φρακάρει το μυαλό μου» μτφ. ανακόπτεται προσωρινά ο ρους τής σκέψης μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek